1-Τι πήραμε… ΤΙ
ΔΩΣΑΜΕ;-
Τι πήραμε… ΤΙ ΔΩΣΑΜΕ! εκεί στη
Γερμανία;
ρωτάει όλος ο Λαός με γνώση και σοφία.
Παλιά κάποιοι λαδώσανε και κάποιοι
λαδωθήκαν
έναν Λαό χρεώσανε και κάπου εκεί τα
βρήκαν!
Αν ένας έχει λαδωθεί κάποιος… έχει λαδώσει,
όλοι μαζί στη φυλακή κανείς να μη
γλυτώσει.
Μέχρι προχθές μας "μάλωνε"
με μια υγρή σανίδα,
τι έγινε και άλλαξε η frau Γερμανίδα;
Μας βρίσανε, μας σύρανε στον
εξευτελισμό μας,
αυτοί πρωτοστατήσανε εις το διασυρμό
μας.
Οι Γερμανοί μας είχανε μαστίγιο –
καρότο
Η frau
τώρα
"ράγισε"…για μένα…ρε γαμώτο!
Θα πρέπει ν’ ανακοινωθούν όλες οι
συμφωνίες
κι’αν χρειασθεί ν’ακυρωθούν αν έχουμε
ζημίες.
Όσο για την Κυβέρνηση μας λένε πως
δουλεύουν,
μήπως για άλλους προσπαθούν κι’εμάς
μας κοροϊδεύουν;
Εδώ ο κόσμος μας πεινά, κι’αυτοί
φορολογούνε,
έτσι, ακόμη και μωρά, ξέρουν να
Διοικούνε.
Οργάνωση - ανάπτυξη θέλει αυτό το κράτος,
μάθαν όμως στα δάνεια και είναι μεγάλο
λάθος.
Μας λένε περικόψανε κι’αυτοί απ’ το
μισθό τους,
υποτιμώντας το Λαό με το σοφό μυαλό τους.
Τους στέλνομε το μήνυμα καλά να το
διαβάσουν
κι’αυτοί που δε θα συμφωνούν επάγγελμα
ν’αλλάξουν.
« Αν σκέφτεστε το μέλλον μας, ιδίως το
δικό σας,
ΠΡΟΝΟΜΙΑ – ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΚΟΨΤΕ ΑΠ’ ΤΟΝ
ΕΑΥΤΟ ΣΑΣ»
Έλα μαζί μου στην ουρά χαράτσια να
πληρώσεις
Έλα μαζί μου στην σειρά τους φόρους
για να δώσεις.
Έναν δεν είδα από εσάς χαράτσια να
πληρώνει,
Δεν είδα έναν σας, να κλαίει η δόση
σαν ζυγώνει.
-Ο Έλληνας ο
μαθητής-
Συμπεράσματα
:
Σπαράζει καθενός ψυχή ραγίζει η καρδιά
μας,
μια θέση μέσα στη ζωή ψάχνουνε τα
παιδιά μας.
Στις εξετάσεις τις γραπτές βγάζουνε την
ψυχή τους,
αν πιάσουν τις επιλογές θα σώσουν τη
ζωή τους?
Σχολείο, φροντιστήριο διάβασμα νύχτα μέρα
μοιάζει «βασανιστήριο» πουλιά χωρίς
αέρα.
Στην πρέσα και στην πίεση βάλανε τη
ζωή τους,
χαρά- παιχνίδι χάθηκε γέρασαν τη ψυχή τους.
Τα γράμματα ΜΕΣ’ στο ΣΧΟΛΕΙΟ «μπαίνουνε»
στο κεφάλι,
θέλει όμως δάσκαλο καλό, να ξέρει να
τα «βάλει».
Στο σπίτι τα μαθήματα απλά "καλλιεργούνται",
αν έχουν "φυτευτεί" καλά
τότε αξιοποιούνται.
Ο Έλληνας ο μαθητής είναι απ’ τους
καλύτερους στη γη,
Ερευνητής – αγωνιστής κάποιοι δε
θέλουν ν’ανεβεί.
Ο έντιμος αν ανεβεί, ποτέ δε θα υποταχθεί,
το όργανο του καθενός, δύσκολα γίνετε αυτός.
Φτωχών παιδί πια δεν μπορεί, εύκολα να σπουδάσει,
ο αριστούχος ο φτωχός τη «σούπα θα
χαλάσει».
Φτωχό παιδί πια δε μπορεί σ’άλλη πόλη
να ζήσει,
φτωχός στον τόπο του θα ζει, άλλους να
υπηρετήσει.
Μόνον πλουσίων τα παιδιά σπουδάζουνε
με τον «παρά»,
φέρνουν διπλώματα πολλά, τ’αυριανά
αφεντικά.
Μόνον παιδιά πολιτικών, σπουδάζουν
στην Αμερική
συλλέγουνε "περγαμηνές" με
στόχο την Πολιτική.
Αριστεροί και Δεξιοί μορφώνουν τα
παιδιά τους
και τα μορφώνουν ξενικά με τον πολύ "παρά
τους".
Και οι φτωχοί επιστήμονες φεύγουν σε
ξένα μέρη,
το μέλλον τους αβέβαιο, μόνο ο Θεός το
ξέρει.
Οι θέσεις δεν υπάρχουν πια τις δώσανε
στους ξένους,
στα ξένα τρέχουν τα παιδιά, μας κάναν
τιποτένιους.
Προτάσεις
:
Σχολές, Πανεπιστήμια, για νέους
ανοιχτά,
κι’ο άξιος ο μαθητής να ανεβεί ψηλά.
Όποιος δεν έχει δύναμη πρέπει να
σταματήσει,
και σ’άλλα επαγγέλματα να
σταδιοδρομήσει.
Να πάψουν οι κομματικοί τους χώρους να
ελέγχουν
για ν’ ανεβούνε ικανοί προσόντα όσοι
έχουν.
Γέμισαν όλες οι σχολές κομματικούς
εμπόρους
«Συνταξιούχοι» φοιτητές λιμνάζουνε
στους χώρους.
Έξω η κομματικοποίηση απ’ όλες τις
σχολές μας
και η εμπορευματοποίηση σε όλες τις σπουδές
μας.
Οι ταλαντούχοι Δάσκαλοι θέσεις κλειδιά
να πάρουν,
Κι’όσοι «δε ξέρουν τη δουλειά» στροφή
αλλού να κάνουν.
Με έλεγχο δώστε λεφτά, σε όλα τα
Σχολεία,
και όποιος "φάει" απ’αυτά,
στείλτε τον, εξορία.
Όχι λεφτά στην τρόικα , δώστε τα στα
σχολειά μας,
εκεί είναι το μέλλον μας, για όλα τα
παιδιά μας.
Copyright© 2012 Μεσαρέτες
|
Για επικοινωνία
email: mesaretes@gmail.com
* Ο ΠΟΝΤΟΣ και η Ιστορία του.
* Ποντιακοί Στοχασμοί
* Επίκαιρα Ποιήματα
Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012
1-Τι πήραμε…ΤΙ ΔΩΣΑΜΕ; 2-Ο Έλληνας ο μαθητής-
Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012
-Η εγκατάλειψη του γέρου-
Ποντιακά :
Σ’έναν αλλόξενον αυλήν
σ’άχαρον έναν μέρος,
με το κιφάλ’ κούπα ση γήν
κάθεται είνας γέρος.
Νουνίζ’ ντό έσυρεν ατός
σα πρωτιζ’νά χρονίας,
και ατώρα άμον γυρευός
χουλέν’ χώρας γωνίας.
Θυμάται ο γέρον και δακρύζ’
του πάππο σ’ατ’ τα λόγια,
στοχάσκεται και ακούει’ατα,
άμον τα μοιρολόγια :
- Άμα γερά ο άνθρωπον
κανείς ατόν ’κί θέλ’,
παρακαλούν τον θάνατον
την ψήν ατ’ για να παίρ’.
Ση νιότη σ’ σίτα θέλ’ν’εσε
ποί’σον περιουσίας,
αλλέως θα σύρ’νε χάν’εσε
σα στράτας τα παιδία σ’.
Πολλά σκληρόν και άπονον
γίνεται το παιδί σ’,
και παρ’γορία άχαρον
θα έν’, η σύνταξη σ’.
Άμα γερά ο άνθρωπον
χωρίς περιουσίας,
καλλίων έν’ ο θάνατον
α’σά τυραννισίας.
Σ’έναν κεσέν πάν’ σύρν’ατον,
τον άπορον τον γέρον,
έναν νερόν να δί(γ)ν’ατον
τερούνε το συφέρον.
Άμα γερά ο άνθρωπον
και φεύ’νε τα παιδία τ’,
θα πρέπ’ να συντροφεύ’ατον
η γραία η γαρή ατ’.
Άν παίρ’ έναν ο θάνατον
ο άλλος ’κ’έχ’ παρέαν,
οι συενοί θα λέγ’ν’ατον
δέβα και σ’άλλτς μερέαν.
Εσύ πουλί μ’, ατά π’ακούς,
καμμίαν μ’ανασπάλτς,
πάντα να κρούν’ ατά σο νούς
άμα…προτού γεράσ’ .
-Πάππο μ’, τα δασκαλέματα σ’,
νουνίζ’ατα και κλαίω,
ατά τα δαρμενέματα σ’
εγώ…σίναν θα λέω ;
Αγαπεμένα εζήναν’νε
ο γέρον και η γαρή ατ’,
έμορφα ετρανύναν’νε
τα δύο τα παιδία τ’.
Ατός με την γυναίκαν ατ’
’κ’εχόρταζαν δουλείαν,
εθέλ’ναν τα παιδία’τουν
να ζούν’ σην πολιτείαν.
Ατείν’, ατά εσπούδαξαν,
με βάσανα και πόνια,
εθέλ’ναν να ’καμάρωναν
παιδία και εγγόνια.
Ποί’σον γυναίκα υπομονήν
ώσπουτα να τρανύν’νε,
και άν ’κ’επορούμε ση ζωήν
εμάς νερόν θα δί(γ)νε.
Τα δύο παιδία εσπούδαξαν
ούς σην Αμερικήν,
εποί’καν οικογένειαν
και επέμ’ναν όλ’ εκεί.
Πολλά η στενοχώρι-α
πρίν κλώσκεται ο χρόνον,
του γέρο η γραία αποθάν’,
επέμ’νεν ολομόνον.
Επέρεν σο τηλέφωνον
τον μαναχόν τον γιόν’ ατ’,
ατώρα σα γεράματα τ’
ν’αποκουμπά σο γιάν’ατ’.
Νουνίζ’ ο γέρον και δακρύζ’
ντό είπεν το παιδίν ατ’,
αστροπελέκ’ ρούζ’ και χωρίζ’
την ψήν α’σό κορμίν ατ’ !
-Πατέρα ατά ντ’εποίκες’μας
εμείς ευχαριστούμε,
άμα…τσετίνια έρται’μας
με γεροντάντς να ζούμε.
Ο γέρον ανταπάντεσεν :
- έχετεν την ευχή μ’,
εγώ θα πάω αποκουμπώ
σο άλλο σο γιαβρί μ’.
Ση θαγατέραν είπεν’να
σο άλλο την ημέραν,
εκείν’νε ανταπάντεσεν :
-…ντό λές εσύ πατέρα !
Οσπίτ’ τρανόν εποί’καμε
εκείν’νε καμαρών’,
τα μέτρα άμα ντ’εφέκαμε
θα εφτάμ’ατα σαλόν’.
Η ψή του γέρο φτιλακίζ’
γιάμ χάν’ και τα παιδία τ’,
εγγόνια άν ’κί χαρεντερίζ’
θα λύεται η καρδία τ’.
Μ’αΐκον νούνιμαν βαρύν
η ’μέρα ετελέθεν,
κρίμαν, σ’αούτο την βραδήν
έναν παιδίν ’κ’ευρέθεν!
Ο γέρον εκοιμέθεν ’κά
πολλά φαρμακωμένος,
σα ξημερώματα καικά
ευρέθεν…’ποθαμένος!
Από
το βιβλίο μου : Ποντιακοί
Στοχασμοί
Δαρμενείας - Μασχαρείας - Τραγωδίας
Copyright© 2006
|
Ερμηνεία:*
Σε μια ολόξενη αυλή,
σ’άχαρο ένα μέρος,
με το κεφάλι προς τη γη
κάθεται ένας γέρος.
Σκέφτεται όσα τράβηξε
σε πρωτινές χρονιές
και τώρα σαν επαίτης πια,
ζεσταίνει ξένες γωνιές.
Θυμάται ο γέρος του παππού,
που τού’λεγε τα λόγια,
τώρα ηχούν από παντού
λες κι’είναι μοιρολόγια :
-Στα γερατειά τον άνθρωπο
δε θέλουνε να δούνε,
το θάνατό του επιζητούν
για να απαλλαγούνε.
Στα νιάτα τακτοποίησε
τα οικονομικά σου,
αλλιώς μπορεί να πεταχτείς
έξω απ’ τα παιδιά σου.
Πολύ σκληρά, σου φέρεται
το ίδιο το παιδί σου,
κ’η μόνη σου παρηγοριά
θα είναι η σύνταξή σου.
Αν φθάσεις στα γεράματα,
χωρίς περιουσία,
κάλλιο ο χάρος να σε βρει
παρά η τυραννία.
Σε μια γωνιά πάνε πετούν
χωρίς ντροπή το γέρο,
νεράκι αν του δώσουνε,
κοιτούνε το συμφέρον.
Μεσ’ στα βαθιά γεράματα
αν φύγουν τα παιδιά του,
πρέπει καλή συντρόφισσα
να γίνει η κυρά του.
Κι’αν «φύγει» ένας απ’τους δυο
κι’ο άλλος απομείνει
οι συγγενείς λένε σ’αυτόν
σ’άλλους να πάει να μείνει.
Πουλί μου, κάθε διδαχή
ποτέ σου μην ξεχάσεις,
να τη θυμάσαι στη ζωή,
όμως… προτού γεράσεις.
-Παππού μου τις ορμήνιες σου
τις σκέφτομαι και κλαίω
αυτά εσύ που μού’λεγες
εγώ σε ποιον θα λέω ;
Όλοι στην οικογένεια
ήταν αγαπημένοι,
μάνα, πατέρας και παιδιά
ζούσαν ευτυχισμένοι.
Οι δυο τους, όλο δούλευαν
χωρίς να σταματήσουν,
ήθελαν τα παιδάκια τους
σε πόλη για να ζήσουν.
Τα σπούδασαν, τα μόρφωσαν,
με βάσανα και πόνους,
ήθελαν να καμάρωναν
άξιους απογόνους.
Κάνε γυναίκα υπομονή
μέχρι να μεγαλώσουν,
κι’αν δεν μπορούμε στη ζωή
εμάς νερό θα δώσουν.
Σπουδές ως την Αμερική
έκαναν τα παιδιά τους,
βρήκαν δουλειά, μείνανε εκεί,
στήσαν τη φαμελιά τους.
Αρχίσανε τα δύσκολα
μέσα σε λίγο χρόνο,
του γέρου η γυναίκα πέθανε,
τον άφησε έρημο μόνο.
Σήκωσε το τηλέφωνο
και ζήτησε απ’ το γιο του,
τώρα πια στα γεράματα
να πάει στο πλευρό του.
Θυμάται ο γέρος με δάκρυα
τι είπε το παιδί του,
σαν κεραυνός κομμάτιασε
ψυχή απ’ το κορμί του.
- Πατέρα για ό,τι έκανες
εμείς σ’ ευγνωμονούμε,
όμως οι γέροι… δύσκολοι
μαζί τους δε μπορούμε.
Ο γέρος αναστέναξε
κι’έδωσε την ευχή του,
είπε, θα πάει να αναπαυθεί
στο άλλο το γιαβρί του.
Στην κόρη τηλεφώνησε
την άλλη την ημέρα,
εκείνη αναφώνησε
…μα τι μας λες πατέρα!
-Σπίτι μεγάλο κάναμε
περήφανα δηλώνει,
όμως, θα γίνουν αλλαγές
για άνετο σαλόνι.
Ο γέρος τώρα αγωνιά
μη χάσει τα παιδιά του,
χωρίς εγγόνια αγκαλιά
θα λιώσει η καρδιά του.
Μ’αυτήν τη σκέψη τη βαριά
στον κόσμο του αφέθηκε,
κρίμα, σε τούτη τη βραδιά
ένα παιδί δε βρέθηκε!
Έγειρε και κοιμήθηκε
πολύ φαρμακωμένος,
πριν ξημερώσει βρέθηκε
κρύος και πεθαμένος !
*Ανώνυμος
Μεσαρέτες
|
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)