Η Λευτεριά αν πουληθεί
για τα οικονομικά της,
μοιάζει νια που πορνεύεται,
να φτιάξει τα προικιά της.
-Μεσαρέτες-

Για επικοινωνία

email: mesaretes@gmail.com
* Ο ΠΟΝΤΟΣ και η Ιστορία του.
* Ποντιακοί Στοχασμοί
* Επίκαιρα Ποιήματα

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

-ΠΟΝΤΟΣ- Δάκρυ ψυχής…


-ΠΟΝΤΟΣ-
         
   Δάκρυ ψυχής…
Συνοπτική ιστορική αναδρομή
του  Ποντιακού  Ελληνισμού
από την Μυθολογία ως σήμερα
γραμμένη απλά σε 17 μικρά κεφάλαια.


Κεφάλαιο 8
- ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ -
( Στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας )

Η πνευματική και πολιτιστική ανωτερότητα του ˝ Ρωμιού ˝, η γνώση και η ικανότητα του, στις τέχνες, η εμπειρία και το ταλέντο του, στο εμπόριο, η δημιουργικότητα και η εργατικότητά του, ήταν θετικά-παραγωγικά στοιχεία προς όφελος των Τούρκων ˝ αφεντάδων ˝. Έτσι αναγκάζεται ο κατακτητής, να αφήσει τον κατακτημένο να ζει. Όμως έτσι, η οικονομία και η δημιουργία πέρασε στα χέρια των Ποντίων. Δημιουργήθηκαν νέες εστίες, ξαναχτίστηκαν χωριά και αναβίωσαν ήθη και έθιμα.
Σιγά-σιγά οι Πόντιοι, παράλληλα με την δουλειά και τη δημιουργία, άρχισαν να σιγοτραγουδούν και να χορεύουν. Οι Έλληνες του Πόντου έχουν έναν ιδιαίτερο δικό τους τρόπο να εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Τραγουδούν στις χαρές και στις λύπες τους, με διαφορετικά συναισθήματα που εκφράζονται στα πρόσωπά τους, είτε κλαίγοντας μοιρολογώντας, είτε λάμποντας, τραγουδώντας.
˝Η στενή, προς αλλήλους των χορευτών σύσφιξις, αι συσπάσεις των μυών του σώματος, η εν είδει σπινθήρος μεταδιδόμενη μεταξύ των χορευτών συγκίνησις, αι απαλαί συρόμεναι κινήσεις των ποδών στο έδαφος, σε ρυθμό θαλάσσιας κυματόεσσας˝ (Απόσπασμα από το βιβλίο 18 της βιβλιογραφίας) υπονοεί, ανάμικτα συναισθήματα ήμερου ανθρωπισμού, φόβου και επαγρύπνησης.
Στον Πόντο δεν παρατηρήθηκε η ίδρυση τζαμιών πριν από τον 17οαιώνα μ.Χ..Απεναντίας μεγάλα μοναστήρια υπήρχαν και πριν από την άλωση της Πόλης, τα οποία ήταν σχολεία σοφίας, με ιστορία αιώνων και υπήρξαν οι φάροι της Ανατολής, από όπου στηρίχτηκε και διαδόθηκε η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία και παιδεία. Παράλληλα χτίστηκαν και άλλες, νέες Μονές, που μαζί με τους κρυφοχριστιανούς του Πόντου αποτελούν ένα μεγάλο ξεχωριστό κεφάλαιο της ιστορίας του έθνους.
Όπως μας ενημερώνει η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, μετά την έκδοση διατάγματος (Χάττι Χουμαγιούν) το 1856 για αυτοδιοίκηση στα σχολεία, είχαμε την αλματώδη ανάπτυξη και την ίδρυση σχολείων όλων των βαθμίδων. Σε λίγα χρόνια ο Πόντος γέμισε κυριολεκτικά με Ελληνικά σχολεία. Το 1682 ιδρύθηκε το ˝Φροντιστήριο Τραπεζούντας˝ από τον Πόντιο λόγιο-δάσκαλο του γένους Σεβαστό Κυμινήτη από το χωριό Κύμινον του Πόντου, και υπήρξε το εθνικό σύμβολο του ποντιακού ελληνισμού. Αναδιοργανώθηκε το 1817 από τον Σάββα Τριανταφυλλίδη και ανακατασκευάστηκε το 1899 από τους Τραπεζούντιους ευεργέτες Κ.Θεοφύλακτο, Φ.Κούση, Π.Ακρίτα και από ανώνυμους Πόντιους δωρητές. Στοίχισε 12 χιλιάδες χρυσές λίρες Τουρκίας και 2 χιλιάδες ετήσιας λειτουργίας από εράνους. Το 1902 φοιτούσαν σ’ αυτό συνολικά 1551 μαθητές. Λειτούργησε επί 241 χρόνια με σπουδαίους Σχολάρχες και αποφοίτησαν μεγάλες προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνικής ζωής και διανόησης.
Το περίφημο ˝θέατρο Πάφρας˝, το επιβλητικό ˝Διοικητήριο Πάφρας˝, το μεγαλοπρεπές ˝Δικαστήριο Κερασούντας˝, το ˝Δημαρχικό Νοσοκομείο Αμισού˝, το ˝ Ελληνικόν Φροντηστήριο Αργυρουπόλεως ˝ τα ˝ Ελληνικά Εκπαιδευτήρια Πάφρας ˝, η ˝ Ψωμιάδειος Σχολή ˝ και η ˝ Καρυπίδειος Σχολή˝ στα Κοτύωρα, ο ˝ Φιλεκπαιδευτικός σύλλογος ο Ξενοφών ˝ με παραρτήματα σε Μ. Ασία και Ελλάδα, η ˝Αδελφότης Κυριών Τραπεζού- ντας˝ η μετονομασθείσα το 1923 σε ˝ Μέριμνα Ποντίων Κυριών ˝ με έδρα την Θεσσαλονίκη, ήταν ιδρύματα μεγάλης κοινωνικής προσφοράς και ακτινοβολίας, δείγματα της πνευματικής καλλιέργειας των ανθρώπων και τα στολίδια της περιοχής.
Στον Πόντο, ο ελληνικός τύπος άρχισε να λειτουργεί από το 1880, όπως ׃ ˝ο Εύξεινος Πόντος ˝, ˝ ο Αστήρ του Πόντου ˝ κ.ά. και μετά το 1908, κυκλο- φόρησαν δεκάδες εφημερίδες όπως ׃ στην Τραπεζούντα ″ η Εποχή ″ του Ν.Καπετανίδη, ″ ο Λόγος ″, ″ η Εθνική Δράσις ″,″ο Φάρος της Ανατολής″, ″οι Κομνηνοί″, στην Κερασούντα ˝ η Αρητιάς ˝, ˝ ο Αργοναύτης ˝, στην Αμισό ˝η Ηχώ του Πόντου˝,˝ο Διογένης˝, ˝ο Περιηγητής˝, ˝η Ορθοδοξία˝, στο Βατούμ ˝ο Ελεύθερος Πόντος˝ και πολλές άλλες.
Οι Νεότουρκοι, που ήταν οι εξουσιαστές στο Οθωμανικό κράτος, θορυβήθηκαν και αντέδρασαν μπλοκάροντας όλες τις μεταρρυθμίσεις για τους ˝ξένους υπηκόους˝. Έτσι ακυρώθηκε η εφαρμογή τους και σύννεφα μαύρα γέμισε ο ουρανός του Πόντου. Ήταν η αρχή του τέλους της ιστορίας ενός λαού, γραμμένης με πολύ πόνο και αίμα.
                                                                                             
Από το βιβλίο μου : Πόντος ο Ελληνικός                                                                          Ο   Μεσαρέτες                                                                                                                         
       Ηρώων-Αγίων και Φιλοσόφων γη
                Copyright© 2004

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

- Εσύ λουλούδ’, εγώ βρεσή -

Ποντιακά :

- Εσύ λουλούδ’, εγώ βρεσή -

Χαμαίμηλον αν είσαι εσύ,
έμπρα σ’ θα γονατίζω,
εγώ θα (γ)ίνουμε βρεσή,
την ρίζα σ’ να ποτίζω.

Εσύ λουλούδ’, εγώ βρεσή,
έρχουμαι και ποτίζω,
ποτίζω εγώ, τρανύντς εσύ,
το πόϊ σ’ να ποδεδίζω.

Το λουλουδόπον που ανθίζ’
και φέρ’ χλωρά φυλλόπα,
τον τόπον όλον σκουττουλίζ’,
χαρεντερίζ’ τα ψόπα.

Μη ρούεις τα φύλλα σ’ ’κά ση γήν,
μη ρούεις τα λουλουδόπα σ’,
ν’αϊλί ! Σ’εμέναν την βρεσήν,
θα χάμαι σα κλαδόπα σ’.

Από το βιβλίο μου : Ποντιακοί Στοχασμοί
   Δαρμενείας - Μασχαρείας - Τραγωδίας
                    Copyright© 2006

Ερμηνεία :

- Λουλούδι εσύ, εγώ βροχή -

Χαμόμηλο αν είσαι εσύ,
μπροστά σου γονατίζω,
εγώ θα γίνω η βροχή,
να’ρθώ να σε ποτίζω.

Λουλούδι εσύ, εγώ βροχή
έρχομαι σε ποτίζω,
ποτίζω εγώ, χαίρεσαι ’σύ
κι’ευχές μου σε χαρίζω.

Ένα λουλούδι που ανθεί,
αφού έχει φυλλώσει,
κοντά του όποιος θα βρεθεί,
μοσχοβολιά θα νοιώσει.

Μη ρίχνεις τ’άνθη σου στη γη,
μη ρίχνεις φυλλαράκια,
αλί σε μένα τη βροχή
χάνομαι στα κλαράκια.

                                                      Ο Μεσαρέτες

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

- Αν θέλτς να xαίρετ’ η γαρή σ’ -


Ποντιακά
- Άν θέλτς να xαίρετ’ η γαρή σ’ -
                   
Άν θέλτς να χαίρετ’ η γαρή σ,
θυμέθ’ τα παραμόνιατς,
άλλεσσαν μη ζαροτερείς
και ν’ανασπάλτς τα χρόνιατς.

Άν την λαλίαν χαμελών’,
ατέ ˝κάτ’ θέλ’˝, τέρεν και δόσ’ατεν.
Όντες τζαΐζ’ ούς να ’μερών’,
˝’κ’επέρεν κάτ’˝, δεν πά μη δί’ς ατεν.

Τ’αχάντ’ ομιάζ’ με την γαρήν
γριβών’ εύκολα απάν-ι-σ’,
τσετίνια φεύ’ και πάντα αφίν’
γεράδες σο…κιφάλ-ι-σ’.

Γαρή άν κλαίει, λέει το ρητόν :
" Tα δάκρα  α’σή γυναίκ’ς,
είν’ έναν πράμαν εφτενόν
με κέρδος…ακριβόν ".

                   
Από το βιβλίο μου : Ποντιακοί Στοχασμοί
   Δαρμενείας - Μασχαρείας - Τραγωδίας
                    Copyright© 2006

Ερμηνεία
- Αν θέλεις η γυναίκα σου να χαρεί -
                   
Η γυναίκα σου για να χαρεί
γενέθλιό της μη ξεχαστεί,
τα χρόνια της μην τα μετράς
και άλλη γυναίκα μην κοιτάς.

Αν χαμηλώνει τη φωνή,
˝κάτι ζητά˝, κοίτα για να τη δώσεις,
όταν όμως φωνάζει ως το πρωί
˝κάτι δεν πήρε˝, τότε να μην ενδώσεις.

Το αγκάθι μοιάζει το θηλυκό
που πάνω σου εύκολα κολλά,
φεύγει αφήνοντας αυτό
πληγές που θέλουν γιατρειά.

Γυναίκα όταν κλαίει, λέει το ρητό :
"Tα δάκρυα απ’τη γυναίκα,
ειν’ ένα είδος πολύ φθηνό
με κέρδος … ακριβό".

                     
                         Ο Μεσαρέτες

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

- Δίστιχα παραδοσιακά Ποντιακά για την Παναγιά μας τη Σουμελά -

15 Αυγούστου 2011

Ση Κουσπιδή καλόγερος, σην Λιβεράν τσοπάνος
ση Παναΐας το ποτάμ’ ψάλτες και τραγωδάνος.

Ση Παναΐας το ποτάμ’ εχάσα την κλειδίτσα μ’,
μάνα μ’ τέρεν κι’αράγεψον σ’εμέν’ κιορά  νυφίτσαν.

Σην Παναΐαν αφκακιάν είναι πολλά καγκέλια,
θα πέρω’σε τρυγόνα μου να πάμε σα Βαγγέλια.

Σουμελά λέν’ την Παναγιά, Σουμέλα λέν’ κι’εσέναν,
θα προσκυνώ την Παναγιάν και θα φιλώ κι’εσέναν.

Κρωμέτες σκύλ’ υιός είμαι, κανέναν ’κί φοούμαι,
σή Σουμελά την Παναγιάν, θα πάγω στεφανούμαι.

Βάλεν την τάπλας ζαρωτά κι’έβγα απάν σο δώμαν,
για πέ’με καλωσώρισες με το γλυκίν το στόμαν.

Ση Σουμελά την Παναγιάν, θα παίρω κοινωνίαν,
ν’έρχουμ’ αρνί μ’ ελέπω’σε με καθαρόν καρδίαν.

Σουμέλα λέν την Παναγιάν, και ’σύ είσ’η Σουμέλα
ο άντρας σ’ πάει σήν Σουμελά, εσύ έλα με τ’εμέναν.

Χαντζούκα μ’ τα ελατόκλαδα σ’ κρύφνε την Παναΐαν,
κρύφτνε την κόρην π’αγαπώ και καίγνε την καρδία μ’.

Η δύσα εφέκεν το Μετζίτ κι’εκάτσεν σα Καμμένα,
αγάπη μ’ άφ’ς τα κυρουκά σ’ και κάθ’κα με τ’εμέναν.

Χαντζούκα μ’ για χαμέλενον, Καμμένα μ’ κά ελάτεν,
φογούμαι το μικρόν τ’αρνί μ’σήν δύσαν να μη χάται.

Κορτσόπον φόρ’ κι’ανάλλαξον  κι’άμε σήν Παναΐαν
σ’ορμάν’ θα ανταμώνωμε, φιλούμες άλλο μίαν.

Έλα αρνόπο μ’ με τ’εμέν ση Σουμελά άς πάμε,
μ’αφίντς’ εμέναν μοναχόν κι’απές σ’ορμάνια χάμαι.

Σην Σουμελάν εγνώρτσα’σε, κ’εσέβες σό καρδόπο μ’,
σην Κρώμ’ άλλον εγάπεσες και έκαψες το ψόπο μ’.

Σην Σουμελάν την Παναγιάν θ’άφτω έναν κερόπον,
φώτισιν σό γιαβρί μ’ να δεί, και έρται σ’εγκαλόπο μ’.

Ση Παναΐας το ποτάμ’ εσκώθεν χαλαρδία,
εποταμάγαν τα ραχιά  και εχάθαν τα χωρία.

Τη Σουμελάς το Μοναστήρ’ εβζύεν κ’εχαλάγεν
η Παναΐα ’πέταξεν, σα λείβια εταράγεν.

Λελεύω’σε τραντάφυλλον τη Παναΐας δάκρεν,
η μύρια σ’ ’κί χορτάεται, ευωδία σ’ ’κί χάται.

Κόρ’ σή Χαντζούκας το πεγάδ’,κείμες κά και κοιμούμες,
βρέχ’ ο Θεόν θα βρέχουμες, ο ήλιον  παίρ’ στεγνούμες.

Αχπάσκουμαι σην Παναγιάν, ση Σουμελάν θα πάγω,
και για τ’εσέν’ παντέμορφον, τα παλαλά ντ’εφτάγω.

Ση Σουμελά την Παναγιάν, βαρέα ρούζ’ η δύσα,
την κόρ’ τιναν εγάπανα εξέβεν σεβταλίσσα.

Ση Σουμελά την Παναγιάν τραγώδια και χαράντας,
εκεί σεβντάδες γίνουνταν καρδίας κομανάντας.

Ση Σουμελά την Παναγιάν και σην Αε-Βαρβάραν,
εγώ κ’ εγάπη μ’ έψαμε, έναν τρανόν λαμπάδαν.

Α σήν σεβτάν ερώστεσα, εχάλασα την ύεια μ’,
σή Σουμελά την Παναγιάν θ’εφτάγω λιτανείαν.

Σουμέλα λέν’ την Παναγιάν, πολλά θαυματουργέσσα,
πότε θα στερεών’ εμέν την άχαρον την νέϊσαν.

Ση Σουμελά την Παναγιάν εχάρτσα έναν κουνόπον,
να αξιών’με ο Θεόν κ’εφτάγω έναν μωρόπον.

Ση Παναΐας τ’όνομαν, πίνε και τραγωδούνε,
παίρ’νε και τα μουράτα τουν και πολλά χρόνια ζούνε.

Ση Σουμελά την Παναγιάν επήγα ελειτουργέθα,
αρνί μ’ εσέν ενούνιζα ώσπου επήγα και έρθα.

Η Σουμελά η Παναγιά έχει μακρέας σκάλας,
η κόρ’ τινάν εγάπανα μακρέα έχ τα τσάμας.

Αέρη μ’ κι’Αε-Θόδωρε μ’, Σουμέλα Παναΐα,
εμέν να δίτε υπομονήν, τα’αρνί μ’ καλλιγνωμίαν.

Τέσσερα ομμάτια θλίφκουνταν, δύο κάρδιας ματούνταν,
αν θέλ’ ο Θεόν κ’η Παναγιά, έρχουνταν κ’ανταμούνταν.



Τα παραπάνω δίστιχα, για την Παναγιά μας, τη Σουμελά, είναι ένα μέρος από  παλιά  ατόφια παραδοσιακά στιχάκια που τα έγραψαν απλοί, αγνοί, πιστοί Πόντιοι και αποτελούν τον πλούτο και  την κληρονομιά μας.   (Ποντιακή Εστία τεύχη  4ον 1950 έως 148ον 1962, Χρονικά Πόντου κ.λ.π.)
                                                                                                                                 Από τη συλλογή του Μεσαρέτε.